- προφυματικός
- -ή, -ό, Ν1. (για καταστάσεις) αυτός που προοιωνίζεται φυματίωση2. (για πρόσ.) αυτός που κινδυνεύει να προσβληθεί από φυματίωση, που παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία προαναγγέλλουν φυματίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφυματικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται στο προστάδιο της φυματίωσης, που είναι έτοιμος να προσβληθεί από φυματίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)